- βάλτε
- cтавете
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
τόπι — το, Ν 1. μικρή σφαίρα από δέρμα, λάστιχο, ύφασμα ή άλλο υλικό, που χρησιμοποιείται σε διάφορα παιχνίδια («παίξαμε τόπι») 2. δέμα υφάσματος τυλιγμένο σε σχήμα κυλίνδρου («ένα τόπι τσίτι») 3. βλήμα παλαιού πυροβόλου και το ίδιο το πυροβόλο («βάλτε… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
τόπι — το (λ. τουρκ.) 1. μπάλα: Παίζουμε τόπι; 2. βλήμα πυροβόλου και το ίδιο το πυροβόλο: Βάλτε φωτιά στα τόπια, κάψτε τα Γιάννενα (δημ. τραγ.). 3. Ύφασμα τυλιγμένο γύρω από ξύλινο άξονα ή άλλη ύλη: Ένα τόπι ποπλίνα. 4. δεσμίδα πεντακοσίων φύλλων… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χιαστί — επίρρ. τροπ., σε σχήμα Χ: Βάλτε τις σανίδες χιαστί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χιλιόγραμμο — το βάρος χιλίων γραμμαρίων, κιλό: Βάλτε μου πέντε χιλιόγραμμα αλεύρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)